- προδιομολογούμαι
- -έομαι, Α1. συμφωνώ εκ τών προτέρων («προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε», Πλάτ.)2. (μτχ. παρακμ. ουδ. στον πληθ.) τὰ προδιωμολογημένασημεία που έχουν γίνει δεκτά και από τα δύο μέρη εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διομολογοῦμαι «συμφωνώ»].
Dictionary of Greek. 2013.